- ἀλφιτοπώλης
- ἀλφιτοπώληςseller ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλφιτοπώλης — ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης 2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά τής Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον( α) + πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἀλφιτοπῶλαι — ἀλφιτοπώλης seller of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτοπώλαις — ἀλφιτοπώλης seller of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτοπώλην — ἀλφιτοπώλης seller of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτοπώλας — ἀλφιτοπώλᾱς , ἀλφιτοπώλης seller of masc acc pl ἀλφιτοπώλᾱς , ἀλφιτοπώλης seller of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek